- εἰδώλῳ
- εἴδωλονphantomneut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εἰδώλωι — εἰδώλῳ , εἴδωλον phantom neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοσχοποιώ — μοσχοποιώ, έω (Α) (για τους Εβραίους που κατασκεύασαν μετάλλινο ομοίωμα μόσχου στην έρημο και τό λάτρευαν) κατασκευάζω μόσχο («ἐμοσχοποίησαν.. καὶ ἀνήγαγον θυσίαν τῷ εἰδώλῳ», Κ.Δ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μόσχος (Ι) + ποιῶ*] … Dictionary of Greek